- ακράτωρ
- ἀκράτωρ (-ορος), ο (Α)1. αδύναμος, ασθενικός2. αυτός που δεν έχει επιβολή, δεν εξουσιάζει κάποιον ή κάτι (βλ. και ακρατής).[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀκρατής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκράτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορα — ἀκράτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορας — ἀκράτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορε — ἀκράτωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορες — ἀκράτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορι — ἀκράτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτορος — ἀκράτωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)